- ἐξορούω
- ἐξορούω,A leap jorth,
Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Il.3.325
;ἄνεμοι δ' ἐκ πάντες ὄρουσαν Od.10.47
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Il.3.325
;ἄνεμοι δ' ἐκ πάντες ὄρουσαν Od.10.47
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εξορούω — ἐξορούω (Α) πηδώ, βγαίνω έξω ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορούω «ορμώ βίαια, εφορμώ»] … Dictionary of Greek
ἐξορούειν — ἐξορούω leap jorth pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξώρουσεν — ἐξορούω leap jorth aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξορούω — Α εξορμώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξορούω «πηδώ, βγαίνω έξω ορμητικά»] … Dictionary of Greek
συνεξορούσας — συνεξορούσᾱς , σύν ἐξοράω see from afar pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) συνεξορούσᾱς , σύν ἐξοράω see from afar pres part act fem gen sg (epic doric ionic) συνεξορούσᾱς , σύν ἐξοράω see from afar pres part act fem acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)